- ουρανισκόφωνος
- -η, -οβλ. ουρανικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ουρανισκόφωνος — η, ο γραμμ. αυτός που κατ εξοχήν προφέρεται με τον ουρανίσκο («ουρανισκόφωνοι φθόγγοι» τα άφωνα κ, γ, χ, αλλ. ουρανικά). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανίσκος + φωνή (πρβλ. χειλό φωνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Εμ. Φωτιάδη] … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… … Dictionary of Greek